- ἡδύγαιον
- ἡδύγαιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύγαιος — ἡδύγαιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ απαντά σε… … Dictionary of Greek